Κύστεις νεφρού
Οι απλές κύστεις νεφρού είναι οι πιο συχνές κυστικές βλάβες του νεφρικού παρεγχύματος. Εμφανίζονται με διπλάσια συχνότητα στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες (2:1). Είναι συνήθως ετερόπλευρες, μονήρης ή/και πολλαπλές. Ανιχνεύονται σχεδόν πάντα ως τυχαίο εύρημα κατά τη διάρκεια απεικονιστικών μελετών της κοιλιάς (υπέρηχος, αξονική-μαγνητική τομογραφία). Σπάνια κάνουν την εμφάνιση τους σε παιδιά, αλλά η συχνότητα και το μέγεθος τους αυξάνει με την ηλικία. Οι κύστεις νεφρού εμφανίζονται στο 10% του γενικού πληθυσμού ηλικίας 50 έως 70 ετών. Σε ηλικίες μεγαλύτερες των 70 ετών το 25% περίπου του πληθυσμού παρουσιάζει τέτοιες κύστεις.
Οι κύστεις αυτές προέρχονται συνήθως από το άπω ή το αθροιστικό σωληνάριο. Η σωληναριακή απόφραξη και η ισχαιμία του νεφρικού παρεγχύματος έχουν ενοχοποιηθεί ως εκλυτικοί παράγοντες για την γένεση αυτών. Η ηλικία, το κάπνισμα, η νεφρική ανεπάρκεια και η υπέρταση αποτελούν άλλους παράγοντες κινδύνου για την δημιουργία τους. Οι απλές κύστεις είναι συνήθως ασυμπτωματικές, έχουν σφαιρικό σχήμα, βρίσκονται στον φλοιό του νεφρού με διάμετρο η οποία μπορεί να φτάνει τα 3 – 4 εκατοστά. Εξ ορισμού, δεν επικοινωνούν με την νεφρική πύελο. Το περιεχόμενο των κύστεων είναι συνήθως υπερδιήθημα πλάσματος (υγρό με διαυγής όψη και συνήθως χρώματος υποκίτρινο). Από τις επιδημιολογικές μελέτες παρατήρησης υπάρχει συσχέτιση μεταξύ απλών νεφρικών κύστεων, υπέρτασης και αυξημένου αιματοκρίτη.
Κλινική Εικόνα
Κλινικά οι ασθενείς με απλές κύστεις νεφρού μπορούν να παρουσιάσουν αιματουρία, πόνο στην οσφύ, εμπύρετο (λόγω επιμόλυνσης αυτών) ή και να προκαλέσουν ακόμα απόφραξη του ουροποιητικού συστήματος (παραπυελικές κύστεις). Ωστόσο, το ερώτημα που τείθετε πολλές φορές είναι η διάκριση τους σε σχέση με την πολυκυστική νεφρική νόσο ή άλλα κυστικά νοσήματα ή ακόμα και με διαυγοκυτταρικά καρκινώματα του νεφρού (clear cell Renal Cell Carcinoma). Αυτοί οι ασθενείς χρήζουν έλεγχο με υπέρηχο ή αξονική τομογραφία για την έγκαιρη διάγνωση αυτών. Κύστεις νεφρού με ανώμαλο πάχος ή μορφολογία τοιχώματος, παχιά διαφραγμάτια στο εσωτερικό τους, ρυπαρό περιεχόμενο ή αποτιτανώσεις έχουν αυξημένη πιθανότητα κακοήθειας (RCC).
Ταξινόμηση κατά BOSNIAK
Στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 σε μια προσπάθεια να γίνει καλύτερη περιγραφή και διαχείριση των νεφρικών κύστεων, ταξινομήθηκαν σε ένα σύστημα που ονομάσθηκε ταξινόμηση κατά Bosniak. Επί του παρόντος, οι κύστεις αυτές ταξινομούνται σε πέντε κατηγορίες (Ι, ΙΙ, ΙΙ-F, III και IV) ανάλογα με το βαθμό της πολυπλοκότητας τους και την πιθανότητα κακοήθειας όπως αυτές περιγράφονται από τον αξονικό τομογράφο.
Οι κατηγορίες I – II περιλαμβάνουν απλές κύστεις ή ελάχιστα επιπλεγμένες με την πιθανότητα εξαλλαγής σε κακοήθη νεοπλάσματα να είναι 0%.
Στην κατηγορία II-F εντάσσονται κύστεις νεφρού ελάχιστα επιπλεγμένες οι οποίες όμως λόγω της μορφολογίας και της διαμέτρου τους (>3cm) έχουν πιθανότητα εξαλλαγής 5-6%. Αυτές οι κύστεις χρήζουν παρακολούθησης με υπέρηχο ή αξονικό τομογράφο ανά 6 μήνες (για 2-3 έτη).
Στην κατηγορία III ταξινομούνται οι ενδιάμεσα επιπλεγμένες κύστεις με την πιθανότητα εξαλλαγής σε κακοήθες νεόπλασμα να ανέρχεται στο 55-60%. Η θεραπευτική αντιμετώπιση είναι συνήθως χειρουργική (μερική νεφρεκτομή).
Τέλος, στην κατηγορία IV κατατάσσονται οι σαφώς κακοήθεις κύστεις νεφρού (100% νεοπλάσματα). Η θεραπευτική αντιμετώπιση αυτών των βλαβών είναι χειρουργική (μερική – ολική νεφρεκτομή).