Τι ορίζουμε ως Λευκωματουρία – Πρωτεινουρία
Με τον όρο πρωτεινουρία – λευκωματουρία αναφερόμαστε στην παθολογική ποσότητα λευκώματος στα ούρα (≥150 mg/24h). Αυξημένα επίπεδα αποβολής λευκωμάτων, όπως η αλβουμίνη, υποδηλώνουν συνήθως βλάβη του φραγμού διηθήσεως του νεφρού (δηλ. βλάβη του σπειράματος) και χρήζουν περεταίρω διερεύνησης από νεφρολόγο. Είναι συνήθως ασυμπτωματική και αποτελεί δείκτη νεφρικής βλάβης. Μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες την συσχετίζουν ως ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου εξέλιξης τελικού σταδίου νεφρικής ανεπάρκειας (αιμοκάθαρση) και καρδιαγγειακών συμβαμάτων (στεφανιαία νόσος, εγκεφαλικά επεισόδια κοκ). Ωστόσο, πρέπει να γνωρίζουμε ότι καταστάσεις όπως η ορθοστασία, ο πυρετός, η βαριά σωματική άσκηση και ορισμένα φάρμακα μπορούν να αυξήσουν την αποβολή λευκώματος χωρίς αυτό να σημαίνει βλάβη του σπειράματος.
Πως μετράμε την αποβολή λευκώματος
Μία από τις μεθόδους μέτρησης αποβολής λευκώματος είναι η συλλογή ούρων 24ώρου (ΦΤ<150 mg/24ωρο). Ωστόσο, επειδή αυτή η μέθοδος είναι χρονοβόρα και χρήζει την μεταφορά μεγάλων όγκων ούρων, τείνει να αντικατασταθεί από το λόγο πρωτεΐνης/κρεατινίνης (PCR) ή αλβουμίνης/κρεατινίνης (ACR) σε τυχαίο δείγμα ούρων (κατά προτίμηση το πρώτο πρωινό δείγμα). Ο λόγος PCR (ΦΤ<150 mg/g ή <15 mg/dl) χρησιμοποιείται συνήθως στο γενικό πληθυσμό, ενώ ο λόγος ACR [ΦΤ<17 mg/g (άνδρες), <25 mg/g (γυναίκες) ή <3 mg/dl] λόγω της μεγαλύτερης ευαισθησίας της μεθόδου που έχει για την ανίχνευση αλβουμίνης στα ούρα χρησιμοποιείται σε ασθενείς με αυξημένη πιθανότητα νεφρικής νόσου (διαβητικοί, υπερτασικοί).
• Με τον όρο νεφρωσικό σύνδρομο, αναφερόμαστε σε πρωτεινουρία εύρους ≥3500 mg/24h (αφρώδη ούρα) ή αλλιώς PCR>3 g/g, κάτι που είναι συμβατό τις περισσότερες φορές με νοσήματα του σπειράματος (νεφρική νόσος σπειραματικής προελεύσεως).
• Με τον όρο μη-νεφρωσικού εύρους λευκωματουρία, αναφερόμαστε σε πρωτεϊνουρία εύρους ≤3500 mg/24h ή αλλιώς PCR<3 g/g. Τέτοιου είδους λευκωματουρίας είναι λιγότερο ειδική και μπορούν να περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα νοσημάτων που εξορμώνται είτε από το νεφρικό παρέγχυμα, είτε από νοσήματα μη παρεγχυματικά (δηλ. του ουροποιητικού συστήματος).
• Με τον όρο μικροαλβουμινουρία αναφερόμαστε στην αποβολή αλβουμίνης σε ένα εύρος μεταξύ 30 – 300 mg/24h.
Αίτια Πρωτεινουρίας – Λευκωματουρίας
Τα πιο κοινά νεφρικά αίτια λευκωματουρίας – πρωτεινουρίας περιλαμβάνουν τις σπειραματοπάθειες (IgA νεφροπάθεια, εστιακή τμηματική σπειραματοσκλήρυνση, μεμβρανώδη σπειραματοπάθεια, μεμβρανουπερπλαστικές σπειραματονεφρίτιδες, νόσο ελαχίστων αλλοιώσεων κοκ), τα συστηματικά νοσήματα με νεφρική προσβολή (σακχαρώδης διαβήτης, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, σκληρόδερμα, αγγειίτιδες κοκ), την πολυκυστική νεφρική νόσο, τα κληρονομούμενα νοσήματα (s. Alport, s. Fabry, νόσος λεπτής βασικής μεμβράνης) κοκ.
Θεραπεία Πρωτεινουρίας – Λευκωματουρίας
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε τον βλαπτικό ρόλο της αυξημένης ποσότητας λευκώματος στα ούρα (λευκωματουρίας), η οποία και επάγει φλεγμονώδεις διεργασίες τόσο στα νεφρικά σωληνάρια, όσο και στο νεφρικό παρέγχυμα, επιταχύνοντας κατά αυτόν τον τρόπο την εξέλιξη της νεφροπάθειας, μέσω της ίνωσης, στο τελικό στάδιο της νεφρικής ανεπάρκειας και στην αιμοκάθαρση. Οι κατάλληλες διαιτητικές και φαρμακευτικές παρεμβάσεις, μπορούν να επιτύχουν την ελάττωση της λευκωματουρίας (διαμέσου και της αρτηριακής πίεσης) επιβραδύνοντας έτσι την εξέλιξη της νεφρικής νόσου και την έναρξη της αιμοκάθαρσης.
Διαιτητικές Παρεμβάσεις
Αλλαγές στην διατροφή αλλά και του τρόπου ζωής (διακοπή καπνίσματος, απώλεια σωματικού βάρους κοκ.) βρίσκονται στην πρώτη γραμμή θεραπείας της πρωτεινουρίας. Δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά και λευκώματα υψηλής βιολογικής αξίας, πλούσιες σε φρούτα, λαχανικά, δημητριακά ολικής αλέσεως, ωμέγα-3 λιπαρά οξέα προσφέρουν σημαντική προστασία μειώνοντας με επιτυχία την αρτηριακή πίεση αλλά και την ποσότητα λευκώματος στα ούρα. Επιπλέον, ο περιορισμός του νατρίου στην διατροφή επιτυγχάνει περεταίρω μείωση της πιέσεως και της λευκωματουρίας. Ως εκ τούτου, η πρόσληψη νατρίου πρέπει να περιορίζεται σε λιγότερο από 2,4 g/ημέρα (5 g/ημέρα άλατος) στα άτομα με νεφρική νόσο.
Φαρμακευτικές Παρεμβάσεις
Εκτός από τις διαιτητικές παρεμβάσεις, η φαρμακευτική αντί-υπερτασική αγωγή μπορεί να επιβραδύνει περεταίρω την εξέλιξη της νεφρικής νόσου και της ποσότητας λευκώματος στα ούρα (λευκωματουρίας). Αυτοί οι ασθενείς θα πρέπει να διατηρούν τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης χαμηλότερα σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό (συστολική: 120-130 mmHg / διαστολική: 80-85 mmHg). Στόχος αυτής της παρέμβασης, εκτός από την πτώση της συστηματικής πίεσης, είναι και η μείωση της ενδοσπειραματικής πίεσης των νεφρών, ασκώντας έτσι μια διπλή νεφροπροστατευτική δράση. Ρόλο κλειδί στην προσέγγιση αυτή έχουν οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου (α-ΜΕΑ) και οι ανταγωνιστές της αγγειοτενσίνης II (ARBs). Η ταυτόχρονη χορήγηση των παραπάνω φαρμάκων με μη διυδροπυρινικούς αναστολείς των διαύλων ασβεστίου μπορεί να αυξήσει επιπλέον το αντιλευκωματουρικό αποτέλεσμα. Αντίθετα, οι διυδροπυρινικοί αναστολείς φαίνεται να είναι λιγότερο αποτελεσματικοί σε λευκωματουρικές καταστάσεις. Πολύ συχνά θα χρειασθεί και διουρητική αγωγή προκειμένου να αντιμετωπισθούν η κατακράτηση υγρών και τα οιδήματα του ασθενή (λόγω της υπολευκωματιναιμίας).
Ωστόσο, ανάλογα με τα αποτελέσματα της βιοψίας νεφρού, του ανοσολογικού ελέγχου και της διάγνωσης που τείθετε, δεν είναι λίγες οι φορές που ειδικά σχήματα ανοσοκαταστολής (κυκλοφωσφαμίδη, κορτιζόνη, κυκλοσπορίνη, MMF, Rituximab κοκ), πρέπει να λάβουν χώρα ως θεραπεία πρώτης γραμμής για τον περιορισμό της λευκωματουρίας και της εξέλιξης της νεφρικής νόσου.
Επίλογος
Η εκπαίδευση των ασθενών με λευκωματουρία – αιματουρία θα πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο της θεραπευτικής προσέγγισης. Επειδή, η νεφρική νόσος είναι συχνά ασυμπτωματική, οι ασθενείς αδυνατούν να κατανοήσουν την σημασία των πολλαπλών φαρμακευτικών σχημάτων ή της επανάληψης των εξετάσεων αίματος και ούρων. Η βέλτιστη θεραπεία περιλαμβάνει αλλαγές του τρόπου ζωής (άναλος δίαιτα, διακοπή καπνίσματος, απώλεια σωματικού βάρους, βέλτιστη ρύθμιση του γλυκαιμικού και λιπιδαιμικού δείκτη), ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης σε χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, αποφυγή των νεφροτοξικών φαρμάκων (ΜΣΑΦ, αμινογλυκοσίδες, σκιαγραφικά μέσα κοκ). Η αυτοδιαχείριση αποτελεί μέρος της εκπαίδευσης και αναγνωρίζει τον κεντρικό ρόλο που παίζουν οι ασθενείς στην θωράκιση της υγείας τους για την επιτυχή διαχείριση της νόσου. Τέλος, ασθενείς και νεφρολόγοι θα πρέπει να συνεργάζονται για την επίλυση προβλημάτων και συμπεριφοράς που μπορεί να προκύψουν κατά την διάρκεια της νόσου.
Λευκωματουρία – Πρωτεινουρία